- συμφύρω
- ΝΜΑ1. αναμιγνύω άτακτα, ζυμώνω μαζί, ανακατώνω (α. «ψυχὴ συμπεφυρμένη μετὰ κακοῡ», Πλάτ.β. «αἷμα δ' ἐξ ἄκρου ἔσταξε κρατὸς συμπεφυρμένον πυρί», Ευρ.)2. μτφ. (με κακή σημ.) συγχρωτίζομαι, συναγελάζομαιμσν.συνευρίσκομαι ερωτικά («Οἰδίπους τῇ μητρὶ συμφυρόμενος», Ψελλ.)αρχ.1. οικοδομώ χωρίς σχέδιο2. συγχέω3. συγχύζω, ταράζω4. κηλιδώνω («αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλήν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φύρω «συγχέω, ανακατεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.